γιναξ̌ής[ʝinakʃís]Ουσιαστικό, διγενέςγιναξ̌άρης ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: γιναξ̌ίτικον. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: γιναξ̌ίτικον.