γιος[ʝos]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: γιούιν, γιούδιν, γιούλλης. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: γιούιν, γιούδιν, γιούλλης.