δαμάλιν[ðamálin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: δαμαλούδιν, δαμαλούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: δαμαλούδιν, δαμαλούιν.