ζάμπα[zːámba]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: ζαμπούα. Μεγεθυντικά: ζαμπάρα, ζαμπαράτσα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: ζαμπούα. Μεγεθυντικά: ζαμπάρα, ζαμπαράτσα.