θκιάκος
[θcákos]

Ουσιαστικό, αρσενικό

δκιάκος


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: θκιακούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: θκιακούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.