θκιακονήτης
[θcakonítis]
Ουσιαστικό, διγενές
[θcakonítis]
Ουσιαστικό, διγενές
Παράδειγμα
Το θηλυκό είναι και θκιακονητίνα.
Σημειώσεις
Το θηλυκό είναι και θκιακονητίνα.
Περισσότερα ...
Το θηλυκό είναι και θκιακονητίνα.
Το θηλυκό είναι και θκιακονητίνα.