κάττος
[kátʰːos]

Ουσιαστικό, διγενές


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: καττίν, καττούιν, καττούδιν, καττούα, καττού.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: καττίν, καττούιν, καττούδιν, καττούα, καττού.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.