καλόηρος[kalóiɾos]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: καλοήριν, καλοηρούδιν, καλοηρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: καλοήριν, καλοηρούδιν, καλοηρούιν.