κανναούριν
[kanːaúɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[kanːaúɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Μεγεθυντικά: καννάουρος, κανναβούρος, κανναούρος.
Σημειώσεις
Μεγεθυντικά: καννάουρος, κανναβούρος, κανναούρος.
Περισσότερα ...
Μεγεθυντικά: καννάουρος, κανναβούρος, κανναούρος.
Μεγεθυντικά: καννάουρος, κανναβούρος, κανναούρος.