καράολος
[kaɾáolos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[kaɾáolos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: καραολίν, καραολούδιν, καραολούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: καραολίν, καραολούδιν, καραολούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: καραολίν, καραολούδιν, καραολούιν.
Υποκοριστικά: καραολίν, καραολούδιν, καραολούιν.