κατσαρόλλα[katsʰːaɾólːa]Ουσιαστικό, θηλυκόκασαρόλλα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: κατσαρολλού. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: κατσαρολλού.