κατσόσ̌οιρος
[katsʰːóʃiɾos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[katsʰːóʃiɾos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: κατσοσ̌οιρούιν, κατσοσ̌οιρίν. Μεγεθυντικά: κατσοσ̌οίρατσος.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: κατσοσ̌οιρούιν, κατσοσ̌οιρίν. Μεγεθυντικά: κατσοσ̌οίρατσος.