κκάουμποϊ[kʰːáumboi]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΠληθυντικός: κκαουμπόιες, κκαουμπόιδες. ΣημειώσειςΠληθυντικός: κκαουμπόιες, κκαουμπόιδες.