λιλλίτσ̌ιν[lilːítʃʰːin]Ουσιαστικό, ουδέτερολιλλίτσιν ΠαράδειγμαΣυνήθως στον πληθυντικό. ΣημειώσειςΣυνήθως στον πληθυντικό.