λόος
[lóos]

Ουσιαστικό, αρσενικό

λος


Παράδειγμα

Στις εκφράσεις "για/που λλόου μου/σου/του κτλ" διπλασιάζεται το αρχικό «λ».

Σημειώσεις

Στις εκφράσεις "για/που λλόου μου/σου/του κτλ" διπλασιάζεται το αρχικό «λ».

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.