μαερκόν
[maeɾ̥kón]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

μαειρκόν

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.