μανίτζ̌ιν[manítʃin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μανικούδιν, μανικούιν, μανικάτζ̌ιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μανικούδιν, μανικούιν, μανικάτζ̌ιν.