μαουλούτζ̌ιν
[maulútʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[maulútʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.
Σημειώσεις
Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.
Περισσότερα ...
Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.
Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.