μούττη[mútʰːi]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μουττούα, μουττούδα. Μεγεθυντικά: μουττάρα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μουττούα, μουττούδα. Μεγεθυντικά: μουττάρα.