νοματός
[nomatós]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[nomatós]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Παράδειγμα
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: νομάτοι.
Σημειώσεις
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: νομάτοι.
Περισσότερα ...
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: νομάτοι.
Συνήθως στον πληθυντικό. Πληθυντικός: νομάτοι.