περτίτζ̌ιν
[peɾ̥títʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[peɾ̥títʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: περτικούδιν, περτικούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: περτικούδιν, περτικούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: περτικούδιν, περτικούιν.
Υποκοριστικά: περτικούδιν, περτικούιν.