πετεινός[petinós]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: πετεινάριν, πετειναρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: πετεινάριν, πετειναρούιν.