ρεσέψ̌ον[ɾesépʃon]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΧρησιμοποιείται και ως θηλυκό. ΣημειώσειςΧρησιμοποιείται και ως θηλυκό.