ρότσα[ɾótsʰːa]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: ροτσούα, ροτσούδα. Μεγεθυντικά: ρότσος. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: ροτσούα, ροτσούδα. Μεγεθυντικά: ρότσος.