σ̌έριν[ʃéɾin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: σ̌ερούιν. Μεγεθυντικά: σ̌ερούκλα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: σ̌ερούιν. Μεγεθυντικά: σ̌ερούκλα.