σγουρτής
[zɣuɾ̥tís]

Επίθετο, Τριγενές

σβουρτής


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: σγουρτούδα, σγουρτούδιν, σγουρτούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: σγουρτούδα, σγουρτούδιν, σγουρτούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.