σούππερ 1
[súpʰːeɾ]

Επίθετο, Τριγενές


Παράδειγμα

Χρησιμοποιείται και ως επίρρημα.

Σημειώσεις

Χρησιμοποιείται και ως επίρρημα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.