τζ̌ίζα[tʃízːa]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τζ̌ιζούδα, τζ̌ιζούα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τζ̌ιζούδα, τζ̌ιζούα.