τοίχος[tíxos]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τοιχαρούδιν, τοιχαρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τοιχαρούδιν, τοιχαρούιν.