τουλάππιν
[tulápʰːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[tulápʰːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: τουλαππούδιν, τουλαππούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: τουλαππούδιν, τουλαππούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: τουλαππούδιν, τουλαππούιν.
Υποκοριστικά: τουλαππούδιν, τουλαππούιν.