τρεμίθθιν
[tɾemíθːin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

τριμίθθιν


Παράδειγμα

Μεγεθυντικά: τρέμιθθος.

Σημειώσεις

Μεγεθυντικά: τρέμιθθος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.