τσαρτέλλιν
[tsʰːaɾ̥télːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[tsʰːaɾ̥télːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: τσαρτελλούδιν, τσαρτελλούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: τσαρτελλούδιν, τσαρτελλούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: τσαρτελλούδιν, τσαρτελλούιν.
Υποκοριστικά: τσαρτελλούδιν, τσαρτελλούιν.