τόρτζ̌ια[tóɾ̥tʃa]Ουσιαστικό, ουδέτεροτόρτσ̌ια ΠαράδειγμαΜόνο στον πληθυντικό. ΣημειώσειςΜόνο στον πληθυντικό.