αννοίει ο κώλος κάποιου[aˈnːii o‿ˈkolos ˈkapcu]ΦράσηΝεανική γλώσσαΈρχεται η τύχη με το μέρος κάποιου (συχνά προς εκνευρισμό άλλων). ΠαράδειγμαΕκέρτησα 1000 ευρώ στην τόμπολαν! Άννοιξεν ο κώλος μου αλόπως. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Η ίδια έκφραση υπάρχει και στην κοινή νέα ελληνική.