άξ̆ιος γάρος
[ˈakʃoz ˈˈɣaɾos]
Φράση

Άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος, που κερδίζει επάξια τον τίτλο του γάρου.


Παράδειγμα

Εν κανεί που έν εσ̌ιει τρόπους τζ̌αι θέλει τα ούλλα δικά του, έσ̌ει τζ̌αι την απαίτηση να του μιλώ τζ̌αι καλά. Άξ̆ιος  γάρος έν τζ̌αι τούτος όπως τζ̌αι οι άλλοι ούλλοι οι πρώην μου!!!

Σημειώσεις

άξιος γάρος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.