άππαρος
[ˈapʰːaɾos]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Άλογο.

  1. Αυτός που είναι απόλυτα υγιής και έχει πολλές σωματικές δυνάμεις.


Παραδείγματα

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

 

Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε τη διαφορά της μεταφορικής σημασίας όταν πρόκειται για το θηλυκό (αππάρα).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.