άππαρος
[ˈapʰːaɾos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[ˈapʰːaɾos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Άλογο.
Αυτός που είναι απόλυτα υγιής και έχει πολλές σωματικές δυνάμεις.
Παραδείγματα
-Ρε πώς εν ο Γιώργος; εν καλά;
-Εν άππαρος. Αφού να φανταστείς είπε μου να πάμε για καφέ.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Είναι ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε τη διαφορά της μεταφορικής σημασίας όταν πρόκειται για το θηλυκό (αππάρα).