έμπην πόμπην
[ˈembim ˈbombin]
Φράση
[ˈembim ˈbombin]
Φράση
Τώρα πάει πια, έγινε, θα ήταν μάταιο να προσπαθήσεις να το αλλάξεις.
Παραδείγματα
stin ellada se mia polykatoikia, ena zevgari kalamaraes enomizan oti dipla tous emetakomisan giaponezoi. "Giati?" rwta tous enas filos tous. "Na, pses akousame ekeini na leei "έμπην πο'πίω"" και της απαντά αυτός "ε έμπην πόμπην"....
―Έμπην, Πάμπο;
―Έμπην, Πόπη.
―Μα πού εν’ πόμπην, Πάμπο;
―Έμπην πόμπην, Πόπη...
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η φράση, που κυριολεκτικά σημαίνει "μπήκε που μπήκε", έχει δύο εναλλακτικές μορφές: «έμπην πόμπην» και «έμπην που ’μπην». Συχνά προτάσσεται το επιφώνημα «ε» ή ο σύνδεσμος «αφού». Στην πληρέστερή της μορφή απαντά ως «Ε, έμπην πόμπην, άφησ’ την τζ̆ει πόμπην».
Σημειώσεις
Η φράση προέρχεται από ανέκδοτο σεξουαλικής φύσεως και αναφέρεται στο ανδρικό μόριο.