έναν σ̌σ̌ίστον
Φράση
Φράση
Πολύ μεγάλη ποσότητα.
Παράδειγμα
Μα είντα λειξ̌ιάρης τούτος ο Σάββας, πάλε έφαε έναν σ̌σ̌ίστο κουπέπια!
Συνώνυμα:
μιαν φάουσα, έναν καρατέλλον, μιαν φάουσα, έναν καρατέλλον
Περισσότερα ...
Πολύ μεγάλη ποσότητα.
Μα είντα λειξ̌ιάρης τούτος ο Σάββας, πάλε έφαε έναν σ̌σ̌ίστο κουπέπια!