έχω (τα) αρτζ̆ίθκια[ˈexo t‿aˈɾ̥t͡ʃiθca]ΦράσηΈχω θάρρος, έχω μεγάλη ηθική αντοχή. ΠαράδειγμαΕμίλησε της κοπελλούας χωρίς να τους συστήσουν! Εγώ γιατί να μην έχω έτσι αρτζ̌ίθκια;