αβάττας
[aˈvatʰːas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[aˈvatʰːas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που προσπαθεί συνεχώς να αποκτήσει κάτι χωρίς να το πληρώσει, ο τζαμπατζής.
Παραδείγματα
Μεγάλος αβάττας λαλώ σου ο Σάββας, βουρά το μούχτι που πίσω.
Συνώνυμα:
μουχτιτζ̌ής, μουχτιτζ̌ής
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το αβάττας είναι νεολογικός σχηματισμός, μη καταγεγραμμένος στα μέχρι σήμερα λεξικά της κυπριακής, όπου βρίσκουμε μόνο το υφολογικά ουδέτερο αβάττατζ̌ης.