αγγονίν
[aŋɡoˈnin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Κάποιος ή κάτι που ξέμεινε, που μας έγινε βάρος και δεν ξέρουμε πώς να τον ξεφορτωθούμε.


Παραδείγματα

Φράσεις

  • έμεινεν μου αγγονίν

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, 2005), η βασική σημασία της λέξης αγγονίν είναι "αυτό που κρατάμε ως καλό για πολλαπλασιασμό ή αναπαραγωγή", όπως φαίνεται και από το στίχο του λαϊκού ποιητή Π. Λιασίδη: αφήσαν την για αγγονίν, που ΄τουν καλή στο σόιν .


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

5 σκέψεις για “αγγονίν