αερόπλανον
[aeˈɾoplanon]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[aeˈɾoplanon]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι πολύ μεθυσμένος.
Παράδειγμα
Που το πολύ ποτό έγινα αερόπλανο, εν εκαταλάβαινα θεό.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι πολύ μεθυσμένος.
Που το πολύ ποτό έγινα αερόπλανο, εν εκαταλάβαινα θεό.