αζινοβούννιν[azːinoˈvunːin]Ουσιαστικό, ουδέτεροΧιουμοριστικόΑναπτήρας. Παράδειγμα ΠροέλευσηΑπό τις λέξεις αζίνα 'σπίθα' και βουννώ 'ρίχνω, εκσφενδονίζω'.