ανθύπας
[aˈθːipas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[aˈθːipas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ανθυπολοχαγός.
Παράδειγμα
- Ποιος εν υπηρεσίαν σήμμερα;
- Ο αθθύπας πάλε.
Προέλευση
Από το ανθύπας της νεοελληνικής στρατιωτικής αργκό.
Περισσότερα ...
Ανθυπολοχαγός.
- Ποιος εν υπηρεσίαν σήμμερα;
- Ο αθθύπας πάλε.
Από το ανθύπας της νεοελληνικής στρατιωτικής αργκό.
λάθος μέγα, ανθύπας = ανθυπασπιστής, ο υψηλότερος κ καταληκτικός βαθμός υπαξιωματικού