ακαμάκκης
[akaˈmacʰːis]
Επίθετο
[akaˈmacʰːis]
Επίθετο
Τεμπέλης και ανίκανος.
Παράδειγμα
Εβάλα τον να βοηθήσει τζ̌αι τζ̌είνος εν τέλλια ακαμάκκης, εν έκαμε τίποτε!
Αντώνυμα:
, κοψονούρης
Περισσότερα ...
Τεμπέλης και ανίκανος.
Εβάλα τον να βοηθήσει τζ̌αι τζ̌είνος εν τέλλια ακαμάκκης, εν έκαμε τίποτε!
Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ Τουρκικὸ ahmak: χαζὸς. Ἔχω ἀκούσει ἀπὸ ἡλικιωμένους Μικρασιάτες πρόσφυγες τὸ "ἀχμάκης" μὲ τὴν προαναφερθεῖσα ἔννοια.