αμματοπόνηση
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ο πόνος στα μάτια, η οφθαλμία.
Παράδειγμα
Κίνδυνος τον οποίο θεωρούμε μηδαμινό, ασήμαντο.
Παραδείγματα
Αν παίξεις τα λεφτά σου θα τα χάσεις! - Ε και; Εννά πάθω αμματοπόνηση;
«Με τη δήλωσή του ο πρόεδρος Αναστασιάδης ξεπέρασε και τη δική του κόκκινη γραμμή».
*Εν η πρώτη του αμματοπόνηση;
Προέλευση
< αμματοπονώ. Πρβ. εκπονώ > εκπόνηση, καταπονώ > καταπόνηση κ.τ.ό.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Πολύ συχνό στη φράση: εν η πρώτη μου αμματοπόνηση;