αναστόλας
[anaˈstolas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[anaˈstolas]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο στρατεύσιμος που έχει πάρει αναστολή ή ο στρατιώτης που έχει ήδη καταταγεί και αιτείται αναστολή.
Παράδειγμα
Σημειώσεις
"Αναστολή" ονομάζεται στην Κύπρο η αναβολή από το στρατό.