ανεμογάμης
[anemoˈɣamis]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που γαμάει από δω κι από κει, που δεν δεσμεύεται σοβαρά.


Παραδείγματα

Είσαι τέλια ανεμογάμης ρε, εν κραείς τιμήν στον λον σου!


  1. Αυτός που είναι αναξιόπιστος, που δεν υπάρχει περίπτωση να τηρήσει τις δεσμεύεις του.


Παράδειγμα

Ατε ρε, με τούντον ανεμογάμη είναι που θέλεις να ανοίξεις εταιρεία;

ανεμογάμης

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Είναι ενδιαφέρουσα η σημασιολογική διαφορά από το ανεμογάμης της κοινής νεοελληνικής.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

4 σκέψεις για “ανεμογάμης

      • γαβριελα αλεβιζοπουλου

        Κιρκινέζι ή ανεμογάμης (Falco naumanni).
        Είναι ένα πολύ ευέλικτο πουλί, άφοβο και θορυβώδες. Δημιουργεί σμήνη. Τρέφεται κυρίως με έντομα και θεωρείται επωφελές για τη γεωργία. Το κιρκινέζι σχηματίζει χαλαρές αποικίες και στην Ελλάδα φωλιάζει σε πόλεις και χωριά