ανεμογάμης
[anemoˈɣamis]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[anemoˈɣamis]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που γαμάει από δω κι από κει, που δεν δεσμεύεται σοβαρά.
Παραδείγματα
Είσαι τέλια ανεμογάμης ρε, εν κραείς τιμήν στον λον σου!
Αυτός που είναι αναξιόπιστος, που δεν υπάρχει περίπτωση να τηρήσει τις δεσμεύεις του.
Παράδειγμα
Ατε ρε, με τούντον ανεμογάμη είναι που θέλεις να ανοίξεις εταιρεία;
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Είναι ενδιαφέρουσα η σημασιολογική διαφορά από το ανεμογάμης της κοινής νεοελληνικής.
Χαχαχαχα Δεν το πιστεύω Αυτή είναι η βάρκα μου
Είστε δηλαδή το πιο κατάλληλο άτομο για να μας εξηγήσει τη σημασία της λέξης!
Κιρκινέζι ή ανεμογάμης (Falco naumanni).
Είναι ένα πολύ ευέλικτο πουλί, άφοβο και θορυβώδες. Δημιουργεί σμήνη. Τρέφεται κυρίως με έντομα και θεωρείται επωφελές για τη γεωργία. Το κιρκινέζι σχηματίζει χαλαρές αποικίες και στην Ελλάδα φωλιάζει σε πόλεις και χωριά
Σας ευχαριστούμε πολύ. Το θέμα είναι ότι αυτή η σημασία δεν έχει εντοπιστεί στην κυπριακή διάλεκτο.