ανπαίζαπολ
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που δεν παίζεται, που δεν μπορεί κανείς να τον ανταγωνιστεί.
Παραδείγματα
Ο Κώτσ̌ιος εγόρασεν τζ̌αινούρκο τηλέφωνο τζ̌αι εν ανπαίζαπολ. Άμαν το δεις εννα πελλάνεις.
Το σπίτι σου εν ανπαίζαπολ, αρέσκει μου πάρα πολλά.
Προέλευση
Συμφυρμός από το αγγλ. στερητικό πρόθημα un-, το ρήμα παίζω και το αγγλ. επίθημα -able.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Στην κοινή νέα ελληνική, συνανιέται μάλλον ως ανπαίζαμπλ, συχνότερο όμως είναι το συνώνυμο ανπαίχταμπλ.