ανπιστεύταπολ
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι συμβαίνει ή ότι υπάρχει, απίστευτος.
Παραδείγματα
Προέλευση
Συμφυρμός από το αγγλ. στερητικό πρόθημα un-, το επίθετο απίστευτος και το αγγλ. επίθημα -able.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Στην κοινή νέα ελληνική συναντάται κυρίως ως ανπίστευταμπλ ή ανπιστευτάμπλ.